Sgr A: Fast Stars Near the Galactic Center

The motions of stars around the black hole at the center of the Milky Way Galaxy. This is a time-lapse movie in infrared light, courtesy Astronomy Picture of the Day.

Η κίνηση των αστέρων γύρω από τη μαύρη τρύπα στο κέντρο του Γαλαξία μας. Η κινούμενη εικόνα είναι από την ιστοσελίδα Astronomy Picture of the Day.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Αστερισμοί


Ονομάζουμε αστερισμούς ορισμένες τοπογραφικές περιοχές της σφαίρας του ουρανού που έχουν ορισμένη έκταση που περιλαμβάνεται μεταξύ σαφώς καθορισμένων ορίων. Η σταθερότητα της λαμπρότητας και της θέσεως των αστέρων και συνεπώς η σταθερότητα της μεταξύ τους απόστασης βοήθησε τους αστρονόμους της αρχαιότητας να σχηματίσουν με τους λαμπρότερους από αυτούς διάφορες ομάδες που να αναγνωρίζονται εύκολα από τα γεωμετρικά σχήματα, που απαρτίζουν οι αστέρες τους, (τρίγωνα, τετράγωνα, τόξα κ.α.) και αυτές τις ομάδες ονόμασαν αστερισμούς. Ο κάθε αστερισμός έχει και μια χαρακτηριστική ονομασία που προέρχεται ως επί το πλείστον από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία. Ως αρχαιότερη περιγραφή των αστερισμών φέρεται αυτή του Ευδόξου του Κνιδίου (409- 326 π.Χ). Το απολεσθέν έργο του, γνωστό με τον τίτλο « Σφαίρα του Ευδόξου» που παρέχει εκτός από την περιγραφή των αστερισμών, τις θέσεις των κυριοτέρων αστέρων τους, έγινε γνωστό από τον Άρατο (305- 240 π.Χ) υπό την μορφή στίχων πιθανόν για την εύκολη απομνημόνευσή τους. Με τον τίτλο «Φαινόμενα» το ποίημα αυτό, προοριζόμενο κυρίως για τους ναυτιλλομένους, αποτελεί το αρχαιότερο εκ των διασωθέντων συγγραμμάτων στα οποία περιγράφονται οι τότε γνωστοί αστερισμοί. Τους αστερισμούς με τα ονόματά τους αλλά και με τις θέσεις των κυριοτέρων αστέρων τους περιέλαβε, όπως αναφέρονται στα έργα των Ευδόξου και Αράτου, σε έναν κατάλογο περί το 130 π.Χ ο διάσημος Έλλην αστρονόμος, γνωστός και ως ο πατέρας της αστρονομίας, λόγω των σπουδαίων ανακαλύψεών του, Ίππαρχος από την Νίκαια της Βιθυνίας. Όπως μαθαίνουμε από τον Πλίνιο, η αιτία που έπεισε τον Ίππαρχο να καταγράψει σε κατάλογο όλους τους ορατούς αστέρες ήταν το πολύ σημαντικό γεγονός της εμφάνισης ενός καινοφανούς αστέρος σε περιοχή του ουρανού, άγνωστο ποιας, όπου πριν δεν υπήρχε. Το γεγονός αυτό απετέλεσε πραγματική επανάσταση για τις τότε φιλοσοφικές αντιλήψεις περί του στερεότυπου και αναλλοίωτου της όψεως της σφαίρας των αστέρων. Ο Πλίνιος γράφει με θαυμασμό για τον Ίππαρχο ότι, ‘αυτός επεχείρησε άθλον τον οποίον ούτε κανείς εκ των Ολυμπίων θεών θα ετόλμα να αναλάβει’. Ο κατάλογος του Ιππάρχου διεσώθη από τον Έλλην αστρονόμο Κλαύδιο Πτολεμαίο στην Αλεξάνδρεια τον 2 μ.Χ αιώνα. Στο περίφημο σύγγραμμά του, που είναι γνωστό με τον τίτλο «Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις», ο Πτολεμαίος περιγράφει 48 αστερισμούς. Οι 12 από αυτούς ανήκουν στον Ζωδιακό κύκλο, 21 στο βόρειο ημισφαίριο και 15 στο νότιο ημισφαίριο. Από το έργο αυτό του Πτολεμαίου που μεταφράσθηκε στην αραβική γλώσσα, από αραβομαθείς βυζαντινούς την εποχή του χαλίφη Αλ- Μαμούν περί το 1000 μ.Χ., διδάχθηκαν οι Άραβες την Ελληνική Αστρονομία και όταν επεκτάθηκαν προς τις περιοχές της Βορείου Αφρικής και κατέλαβαν και την Ισπανία μεταλαμπάδευσαν στη Δύση την κατ’ εξοχήν Ελληνική Επιστήμη του ουρανού μέσω της Μεγάλης Μαθηματικής Συντάξεως. Με το Αραβικό όνομα «Αλ- Ματζέστι», κατά παραφθορά του «Η Μεγίστη», το περίφημο αυτό έργο του Πτολεμαίου αποτελούσε για περισσότερο από 14 αιώνες, από τον 2 μ.Χ αιώνα έως και πέραν του 16ου, το Ευαγγέλιο της Αστρονομίας. Την περίοδο αυτή, η Επιστήμη των Άστρων διδασκόταν συγχρόνως στην Δύση και από Βυζαντινούς σοφούς που είχαν καταφύγει στην Ιταλία μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και την πτώση της Τραπεζούντας το 1462, του τελευταίου προπυργίου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όπου ήκμαζε έως τότε η διάσημη Σχολή των Θετικών Επιστημών και εκαλλιεργείτο η Αστρονομία. Είναι γνωστό πως το κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα χρησίμευε για την εκτέλεση αστρονομικών παρατηρήσεων. Στους 48 αστερισμούς του Πτολεμαίου δεν περιλαμβάνονται όλοι οι δια γυμνού οφθαλμού αστέρες. Από τους 1028 αστέρες του καταλόγου του, περίπου το 10% δεν ανήκαν σε κανέναν αστερισμό. Όσον αφορά την μεγάλη γύρω από τον νότιο πόλο του ουρανού περιοχή, λόγω του ότι δεν ανερχόταν ποτέ πάνω από τον ορίζοντα των Ελληνικών χωρών, ήταν άγνωστη στους αρχαίους αστρονόμους. Με την εξερεύνηση των ωκεανών του νοτίου ημισφαιρίου από τους τότε διάσημους θαλασσοπόρους ξεκίνησε και η προσπάθεια για την ταξινόμηση των αστέρων του νοτίου ημισφαιρίου του ουρανού. Στους νέους αστερισμούς που προστέθηκαν, για να καλυφθούν οι περιοχές του νότιου ημισφαιρίου του ουρανού αλλά και για να ταξινομηθούν όσοι αστέρες δεν ανήκαν σε κάποιο αστερισμό, από τους Bayer, Hevelius, La Lande, La Caille κ.α , δόθηκαν ονόματα ως επί το πλείστον διαφόρων οργάνων που χρησιμοποιούνταν στις τέχνες και τις επιστήμες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Από την εποχή του Μεσαίωνα και μετέπειτα, χάρις στην επιβολή του κύρους της Μεγάλης Μαθηματικής Συντάξεως, αναγνωρίστηκε γενικώς πλέον η Ελληνικότητα του έναστρου ουρανού και σήμερα όλα τα αστρονομικά συγγράμματα, τόσο τα επιστημονικά όσο και τα εκλαϊκευτικά, αναφέρουν τους διάφορους αστερισμούς με τα Ελληνικά τους ονόματα στη λατινική εκδοχή τους. Κατά καιρούς γινόντουσαν απόπειρες μετονομασίας των αστερισμών προς τιμή Αγίων της Γραφής, βασιλέων ή ηγεμόνων, όπως επίσης και απόπειρες τεμαχισμού αυτών ή και προσθήκες νέων. Όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν επέζησε. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε ο αστρονόμος La Caille σχημάτισε 13 νέους αστερισμούς στο νότιο ημισφαίριο και διαίρεσε τον εκτεταμένο αστερισμό της Αργούς σε τέσσερις μικρότερους, την Τρόπιδα, την Πρύμνη, τα Ιστία και τον Ιστό (που αργότερα ονομάστηκε Πυξίδα) δεν προστέθηκαν έκτοτε άλλοι αστερισμοί και σήμερα οι γενικώς αναγνωρισμένοι αστερισμοί ανέρχονται, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση το έτος 1930, σε 88 οι οποίοι φέρουν τα Ελληνικά τους ονόματα στη λατινική εκδοχή τους. Η κατανομή των αστέρων σε αστερισμούς αποτελεί συγκρότηση ομάδων αστέρων κατά εντελώς αυθαίρετο τρόπο, διότι οι αστέρες του κάθε αστερισμού, εξαιρέσει μερικών που ενδέχεται να έχουν κοινή ιδία κίνηση, δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, εκτός του ότι, παρατηρούμενοι από τη Γη, τυγχάνει να φαίνονται στον ουρανό κατά την περίπου ίδια διεύθυνση και συνδεόμενοι με νοητές γραμμές σχηματίζουν διάφορα αναλλοίωτα γεωμετρικά σχήματα. Οι Κινέζοι, κατά τον ίδιο τρόπο, κατένειμαν τους αστέρες σε αστερισμούς με διαφορετική μορφή από εκείνους που εμείς παραλάβαμε, όπως σύμφωνα με την παράδοση τους είχαν διαμορφώσει οι Αρχαίοι Έλληνες.

Από όλους τους αστερισμούς ονομαστότεροι ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων οι δώδεκα αστερισμοί του Ζωδιακού κύκλου, οι οποίοι φέρουν σχεδόν όλοι ονόματα Ζωδίων, δηλαδή μικρών ζώων. Οι αστερισμοί αυτοί είναι οι εξής: Κριός, Ταύρος, Δίδυμοι, Καρκίνος, Λέων, Παρθένος, Ζυγός, Σκορπιός, Τοξότης, Αιγόκερως, Υδροχόος και Ιχθείς. Η σπουδαιότητά τους οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί καλύπτουν πάνω στον ουράνιο θόλο πλατειά ζώνη, εύρους 16°, εκτεινόμενη εκατέρωθεν της εκλειπτικής και κατά μήκος αυτής. Εντός της εν λόγω ζώνης κινούνται ο Ήλιος η Σελήνη και οι Πλανήτες. Οι αστέρες των ζωδιακών αστερισμών χρησίμευαν στους αρχαίους αστρονόμους ως σημεία αναφοράς για την παρακολούθηση της κινήσεως των Πλανητών. Τα όρια των αστερισμών καθορίστηκαν για πρώτη φορά από τον Bode το 1801, αλλά δεν τηρήθηκαν από όλους γενικώς και μονίμως. Ως εκ τούτου παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις ασυμφωνία μεταξύ των προ του 1930 εκδοθέντων χαρτών του ουρανού ή καταλόγων αστέρων σε ότι αφορά τον αστερισμό στον οποίο θα ανήκουν ορισμένοι αστέρες. Προς αποφυγή συγχύσεων η Διεθνής Αστρονομική Ένωση κατά το 1930 όρισε ως μόνιμα όρια των αστερισμών τα κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους 1875 τόξα των ωριαίων κύκλων και των παραλλήλων προς τον ισημερινό, λαμβάνοντας υπ’ όψη, εφ’ όσον αυτό ήταν δυνατό, τα παραδεδεγμένα όρια των αστερισμών όπως ήταν στους έως τότε καλλίτερους εκδιδόμενους άτλαντες του έναστρου ουρανού. Το ίδιο σύστημα εφαρμόστηκε από τον Gould και για τους αστερισμούς του νότιου ημισφαιρίου. Οι λεπτομέρειες της καταγωγής των αστερισμών και η προέλευση των ονομάτων πολλών από αυτούς δεν είναι ακριβώς γνωστές, διότι χάνονται στα βάθη της προϊστορικής αρχαιότητας. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκαν μεταξύ άλλων ο Ideler, ο Germain G. Porter, ο E. W. Maunder, ο A. C. D. Crommelin, ο Allen και ο Michael W. Ovenden. Ο τελευταίος μελετώντας την κατανομή των αστέρων σε αστερισμούς όπως αυτή μας κληροδοτήθηκε από την επιστημονική παράδοση των Αρχαίων Ελλήνων, παραδέχεται ότι οι γνωστοί στους Έλληνες αστερισμοί σχηματίσθηκαν από αυτούς σε ορισμένη εποχή σε ορισμένο τόπο και για ορισμένο σκοπό, η δε κατανομή τους επί της ουράνιας σφαίρας που αποτελούσε συστηματική χαρτογράφηση του ουρανού δεν γινόταν τυχαία αλλά σχετιζόταν άμεσα με την εκλειπτική ή με τον ισημερινό ή και προς αμφότερους τους μέγιστους αυτούς κύκλους της ουράνιας σφαίρας. Συγκεκριμένα οι Ζωδιακοί αστερισμοί κατανέμονται εντός ζώνης εκτεινόμενης κατά μήκος της εκλειπτικής, ένα βλέμμα πάνω στο χάρτη ή καλλίτερα επί της ουράνιας σφαίρας μας πείθει ότι εκτός της ζωδιακής ζώνης υπάρχει και μια άλλη ζώνη αστερισμών, μεταξύ των οποίων ευδιάκριτοι είναι ο Ηνίοχος, ο Περσέας, ο Ηρακλής και ο Βοώτης. Η τελευταία αυτή ζώνη εκτείνεται κατά μήκος ενός κύκλου έχοντας ως πόλο όχι τον πόλο της εκλειπτικής αλλά τον βόρειο πόλο του ισημερινού, όταν αυτός κατείχε την θέση, στην οποία βρισκόταν περί τα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδος ή περί το 2800 π.Χ. Για επιβεβαίωση είναι δυνατό να χρησιμεύσει ο αστερισμός της Ύδρας, ο οποίος απαρτίζεται από 25 περίπου αστέρες ορατούς δια γυμνού οφθαλμού, που εκτείνονται σαν κομπολόγι κατά μήκος ενός τόξου περίπου 90°. Από αυτούς μόνο ένας είναι ελάχιστα λαμπρότερος του 3ου μεγέθους, ενώ οι άλλοι 9 είναι μόλις 4ου μεγέθους. Ευλόγως θα διερωτάται κάποιος, γιατί αυτή η σειρά τόσων αμυδρών αστέρων είχε την τιμή να αποτελέσει αυτοτελή αστερισμό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η σειρά των εν λόγω αμυδρών αστέρων της Ύδρας σημειώνει σχεδόν την θέση του ισημερινού κατά το έτος 3000 π.Χ. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι ίσως αρκετό για να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι αστερισμοί δεν σχηματίσθηκαν απλώς επί τη βάσει της ομοιότητας των γεωμετρικών σχημάτων, τα οποία απαρτίζουν οι αστέρες τους, με διάφορες μυθολογικές μορφές, αλλά μάλλον για να χρησιμεύσουν ως πρωτόγονα μεν, αλλά βασικά στοιχεία αναφοράς για τον προσδιορισμό των συντεταγμένων, δηλαδή της θέσεως των ουρανίων σωμάτων ή προς διευκόλυνσης του προσανατολισμού, διότι οι αστερισμοί, που περιλαμβάνονται εντός της ζώνης που έχει πόλο που συμπίπτει με τον πόλο του ουρανού, ανατέλλουν και δύουν σε αυτή την περιοχή του ορίζοντα, δηλαδή σε αυτό το αζιμούθιο. Επομένως η παρατήρηση της ανατολής ή της δύσεως ορισμένων αστερισμών της ζώνης αυτής παρέχει τρόπο προσδιορισμού του αζιμουθίου, δηλαδή ορισμένης διεύθυνσης, και συνεπώς τρόπο ασφαλούς προσανατολισμού. Πιθανότατα λοιπόν ο αρχικός σκοπός της διαμορφώσεως των αστερισμών να ήταν ο καταρτισμός ενός απλού συστήματος εξυπηρετήσεως της ναυτιλίας, ανακριβούς βέβαια και πρωτόγονου αλλά επαρκούς για την εξυπηρέτηση των ναυτικών, όταν αυτοί επιχειρούσαν σύντομα ταξίδια, δίχως να απομακρύνονται τόσο ώστε να παραμένει επί μακράν αθέατη η ξηρά. Άλλος σκοπός προς τον οποίο απέβλεπε η διαμόρφωση των αστερισμών ήταν ο καθορισμός των ωρών του έτους. Το πιο κατάλληλο σύστημα γι’ αυτό ήταν το σύστημα των ζωδιακών αστερισμών, το σχετικό προς την εκλειπτική και την φαινόμενη κίνηση του Ήλιου πάνω σε αυτήν.
Σήμερα για την Επιστήμη η κατανομή των αστέρων σε αστερισμούς έχει πρακτικό μόνο σκοπό, διότι αποβλέπει στη διευκόλυνση των αστρονόμων προς καθορισμό της κατά προσέγγισης θέσεως έκαστου αστέρος επί της ουράνιας σφαίρας.